- εὐκόσμητος
- εὐκόσμ-ητος, ον,A welladorned, h. Merc.384.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευκόσμητος — εὐκόσμητος, ον (Α) ο στολισμένος καλά, ο καλλωπισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κοσμητός (< κοσμώ «στολίζω»)] … Dictionary of Greek
εὐκόσμητον — εὐκόσμητος welladorned masc/fem acc sg εὐκόσμητος welladorned neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκόσμητα — εὐκόσμητος welladorned neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκόσμητοι — εὐκόσμητος welladorned masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)